ἀγέλαις

ἀγέλαις
ἀγέλη
herd
fem dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ἀγέλαις — Ἀγέλης masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ANAXAGORAS Clazomenius Philosophus — Anaximenis discipulus, ob ingenii subtilitatem, Spiritus dictus, in Physicis praecellens. Socratis, Periclis, Europidis Praeceptor. Hic non modo generis gloriâ et divitiis, verum animi quoque magnitudine clarisrissimus, totum patrimonium suis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δαψιλεύω — (AM δαψιλεύομαι) παρέχω, χορηγώ άφθονα αρχ. μσν. παθ. σπαταλιέμαι αρχ. 1. έχω πληθώρα ή αφθονία («ἀγέλαις ἐλεφάντων ἡ Λιβύη δαψιλεύεται») 2. αδημονώ, είμαι ανήσυχος για κάποιον («ἐδαψιλεύσατο δι ὑμᾱς). [ΕΤΥΜΟΛ. < δαψιλής ή δαψιλός] …   Dictionary of Greek

  • κορδύλη — και κορδύλα και κορύδυλις, ἡ (Α) 1. ρόπαλο, κορύνη 2. οίδημα, όγκωμα, πρήξιμο 3. (στους Κυπρίους) κάλυμμα τού κεφαλιού, καλύπτρα, κεφαλόδεσμος 4. είδος τού ψαριού τόν(ν)ος, σκορδύλη* («ἐπακολουθοῡντες γὰρ ταῑς ἀγέλαις τῶν ιχθύων, κορδύλης τε καὶ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”